- ἀνομῶ
- ἀνομέωto bepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνομέωto bepres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανομώ — (AM ἀνομῶ, έω) παρανομώ, παραβαίνω τους νόμους … Dictionary of Greek
ἀνόμῳ — ἄνομος lawless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
беззаконьникъ — БЕЗЗАКОНЬНИК|Ъ (47), А с. Человек, не принадлежащий к христианам, нарушающий догматы христианства, законы церковной или светской власти; грешник: Горе безаконьникоу. къ соуди бо ѩроу и правьди||воумоу придть. (τῷ ἀνόμῳ) Изб 1076, 79 79 об.; ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανόμημα — το (AM ἀνόμημα) [ανομώ] υπέρβαση του νόμου, ανομία … Dictionary of Greek
δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek